-
1 δημόσιος
α, ο [ία, ον]1) общественный; публичный, народный;δημόσια ασφάλεια — общественная безопасность;
δημόσια έργα — общественные работы;
δημόσια περιουσία — общественное имущество;
δημόσία αγόρευσις — публичное выступление;
δημόσια μομφή ( — или κατάκριση) — общественное порицание;
δημόσια εκπαίδευση — народное образование;
2) государственный;δημόσιος υπάλληλος — государственный служащий;
§ δημόσιος δρόμος — или δημόσία οδός — шоссе
-
2 деятель
деятель м: государственный \деятель о κρατικός παράγοντας общественный \деятель о δημόσιος άνδρας политический \деятель о πολιτικός профсоюзный \деятель о συνδικαλιστής заслуженный \деятель науки о διακεκριμένος επιστήμονας заслуженный \деятель искусств о διακεκριμένος καλλιτέχνης* * *мгосуда́рственный де́ятель — ο κρατικός παράγοντας
обще́ственный де́ятель — ο δημόσιος άνδρας
полити́ческий де́ятель — ο πολιτικός
профсою́зный де́ятель — ο συνδικαλιστής
заслу́женный де́ятель нау́ки — ο διακεκριμένος επιστήμονας
заслу́женный де́ятель иску́сств — ο διακεκριμένος καλλιτέχνης
-
3 τελέω
Aτελέοντες Od.3.262
, cf. 4.776, al.,τελείει 6.234
, 23.161): [dialect] Ep. [tense] impf.τέλεον Il.23.373
, 768;ἐτέλειον 9.456
, 15.593; [dialect] Ion. , Fr. 434;τελέεσκον Q.S.8.213
: [tense] fut.τελέσω Pi.N.4.43
, X.Cyr.8.6.3, ([etym.] δια-) Pl.R. 425e codd., D.21.66 codd. (- τελῶ Cobet in both places), PAvrom.2A9 (i B.C.); [dialect] Ep. also τελέω, Il.8.415, 12.59, Od.2.256, etc.; [dialect] Att. , Ar.Ra. 173, Pl.Prt. 311b: [tense] aor. ([etym.] ἐ)τέλεσα Od.5.390
; [dialect] Ep. τέλεσσα andἐτέλεσσα Il.246
, Il.12.222, 23.543, 559, al. (inf.τελέσσαι Pi.P.3.9
); [dialect] Att.ἐτέλεσα Th.4.78
, etc.: [tense] pf. , ([etym.] δια-) D.18.203:—[voice] Med., [tense] fut. (v. infr.): [tense] aor.ἐτελεσάμην Id.38.18
, etc.; [tense] pf.τετέλεσμαι Inscr.Prien.11.34
(iii B.C.):—[voice] Pass., [dialect] Ep. [tense] impf.ἐτελείετο Il.1.5
: [tense] fut.τελεσθήσομαι Thphr.Char.16.12
; [tense] fut. [voice] Med. in this sense, , Ag.68 (anap.), etc.,τελέεσθαι Il.2.36
,τελεῖσθαι Od.23.284
; part.τελεόμενος Hdt.1.206
,τελεύμενος Id.3.134
: [tense] aor.ἐτελέσθην Od.4.663
, etc.; [dialect] Aeol. inf.τελέσθην Sapph. Supp.1.4
: [tense] pf.τετέλεσμαι Il.18.74
, etc.: [tense] plpf.τετέλεστο 19.242
: Cret. [tense] pf. part.τετελημένος GDI4963
; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf. τετέληνται dub. in SIG 1024.22 (Myconus, iii/ii B.C.): ([etym.] τέλος):—fulfil, accomplish, execute, perform, freq. in Poets from Hom. downwds., less freq. in Prose (except in signfs. 11 and 111);τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε Od.2.272
, cf. Il.1.108, 523, etc.;τ. φιλοτήσια ἔργα Od.11.246
; μ' ἔφαντο ἄξειν εἰς Ἰθάκην, οὐδ' ἐτέλεσσαν but did it not, 13.212;τ. ἀέθλους 3.262
;πόνον 23.250
;πύματον δρόμον Il.23.373
;ὁδόν Od.2.256
, Mimn. 11; sts. withoutὁδόν, ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν ἤματι τῷ αὐτῷ καὶ ἀπήνυσαν οἴκαδ' ὀπίσσω Od.7.325
;ὁδῷ δὲ τὰ ξυντομώτατα ἐξ Ἀβδήρων ἐς Ἴστρον ἀνὴρ εὔζωνος ἑνδεκαταῖος τελεῖ Th.2.97
; ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐςΦάρσαλον ἐτέλεσε Id.4.78
; κίνδυνον τελέσσαι perform a dangerous feat, Epich.99; ;δίδυμα κακά A.Th. 782
(lyr.);προστάγματα Pl.Lg. 926a
, cf. d:—[voice] Pass., Hdt.1.206; καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστί, = τελεῖσθαι δύναται, Od.5.90, Il.14.196;τετέλεστο δὲ ἔργον 7.465
; αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', 19.242;ἐάνπερ ἐπὶ λόγῳ ἔργα τελῆται Pl. R. 389d
, cf. Plt. 288c;γραφὴ τῶν τετελεσμένων ἔργων PPetr.3p.340
(iii B.C.);τετέλεσται Ev.Jo.19.30
(cf. 28).2 fulfil one's word, τ. ἔπος, μῦθον, ὑπόσχεσιν, Il.14.44, Od.4.776, 10.483;τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην Il.23.20
; τελέσαι κότον, χόλον, glut one's fury, wrath, 1.82, 4.178: also, grant one the fulfilment or accomplishment of anything, τ. νόον τινί fulfil his wish, 23.149, cf. Od.22.51;τ. ἐέλδωρ Hes.Sc.36
; (lyr.); κατάρας ib. 724 (lyr.); rarely c. inf., οὐδ' ἐτέλεσσε φέρων δόμεναι he succeeded not in.., Il.12.222 (cf.ἀνύω 1.6
):—[voice] Pass., to be fulfilled, 2.36, 330, al.: esp. [tense] pf. part., [μῦθος] τετελεσμένος ἐστί Il.1.388
, cf.h.Ven.26; elsewh. in Hom. only neut.,τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται Il.1.212
, cf. 8.286, al.:—[voice] Med., τελέσασθαι δίκην bring a suit to issue, D.38.18, cf. 39.18 ([voice] Pass.).3 grant in full, work out,ἀγαθόν τινι, ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ Od.2.34
;νόστον 15.112
; ;τ. λυγρά 18.134
;γῆρας ἄρειον 23.286
;κακὰ κήδεα τ. τινί Il.18.8
, cf. Od.4.699, 18.389, S. Ant.3; θεῶν τελεσάντων (sc. αὐτό) Pi.P.10.49;εὖ τελεῖ θεός A. Th. 35
.4 ὅρκια τελεῖν make an oath effective, Il.7.69: later, execute a legal document, δημόσιος χρηματισμὸς τετελεσμένος δι' ἐπιτηρητῶν ἀγορανομίας Mitteis Chr.200.10 (iii A.D.), cf. POxy.290.22 (i A.D.), etc.5 bring to fulfilment or perfection,ἀρετὰν.. πεπρωμέναν τελέσει Pi.N.4.43
; τ. τινά bless him with perfect happiness, Id.I.6(5).46 (dub.); soτετελεσμένον ἐσλόν Id.N.9.6
;τελεσθεὶς ὄλβος A.Ag. 751
(lyr.): also, bring a child to maturity, bring it to the birth, E.Ba. 100 (lyr.).b with an Adj. added, ἅπαντας ἡ παίδευσις ἡμέρους τελεῖ makes perfectly gentle, Men.Mon.41.6 bring to an end, finish, end, Lyr.Alex. Adesp.21.2
.7 of Time,ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ.. τέλεσ' Ἠώς Od.5.390
; βίον τ. Simon.36, S.Ant. 1114; πολλοὺς τρόχους ἡλίου ib. 1065;τελευτὴν τοῦ βίου Id.Tr.79
; also τ. νοῦσον come to the end of it, Hes. Th. 799:—[voice] Pass.,περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.10.470
, cf. Hes. Th.59; τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν ib. 795; ἐν τοῖς ἔτεσι τοῖς δὶς ἑπτὰ τετελ. Arist.HA 581a14, cf. Metaph. 994a26; of men, come to one's end,οἴμοι.. δεσπότου τελουμένου A.Ch. 875
(s. v.l.).8 sts. intr., like the [voice] Pass., come to an end, be fulfilled, turn out, οὐ γὰρ οἶδ' ὅπῃ τελεῖ ib. 1021, cf. Pers. 225 (troch.), S.El. 1417 (lyr.): later = τελέθω, to be,φύσει τελῶν μνησίκακος Tz.H.2.83
, al.II pay what one owes, what is due,λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Il.9.156
, 298 (unless this means ' will administer good laws'); νῆας.. αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα ἄστε' ἐπ' ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι bring supplies of everything, Od. 9.127: generally, pay, present, δῶρα, δωτίνην, Il.9.598, Od.11.352;μισθόν Il.21.457
, Eup.4; ;ἀργύριον.. μισθόν Id.Prt. 311d
;δύο δραχμὰς μισθόν Ar.Ra. 173
: metaph.,τ. ὕμνον Pi.P. 1.79
, 2.13; τ. ψυχὰν Ἀΐδᾳ, i.e. die, Id.I.1.68.b esp. pay tax, duty, toll,φόρον Pl.Alc.1.123a
;τὰ τέλη Cratin.Jun.9.5
, Arist.Ath. 55.3, cf. Pl.Lg. 847b; τ. μετοίκιον pay the tax of a μέτοικος, ib. 850b;ἱππάδα Is.7.39
;θητικόν Arist.Ath.7.4
, Lex ap. D.43.54;ξενικά D.57.34
;συντάξεις Aeschin.3.91
; freq. in Papyri,οἱ τελοῦντες τὰ καθήκοντα εἰς τὸ βασιλικόν PTeb.5.174
(ii B.C.), etc.; τ. σῖτον pay one's contribution of corn, X.HG5.3.21: abs., pay tax, IG12.1.2,3, Hdt.2.109:—[voice] Pass., of money, etc., to be paid, Id.9.93; of persons, to be in receipt of rent,χώραν ἀτέλεστον ἔχουσιν αὐτοὶ τετελεσμένοι D. Prooem.55
.2 lay out, spend,χρήματα μεγάλα Hdt.3.137
, Pl. Ap. 20a, cf. X.Cyr.8.1.13:—[voice] Pass., to be spent or expended, Hdt.2.125; ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα laid out upon the dinner, Id.7.118; ἕνδεκα μυριάδας μεδίμνων τελεομένας ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ ib. 187, cf. Pl.Lg. 955e.3 since, in many Greek cities, the citizens were distributed into classes acc. to their taxable property, τ. εἴς τινας meant to belong to a class, to be reckoned among, τ. ἐς Ἕλληνας, ἐς Βοιωτούς, belong to the Greeks, the Boeotians, Hdt.2.51, 6.108; εἰς ἀστοὺς τ. become a citizen, S.OT 222; εἰς ἄνδρας τ. come to man's estate, Pl.Lg. 923e; εἰς γυναῖκας ἐξ ἀνδρὸς τ. become a woman instead of a man, E.Ba. 822; ἕκαστος ἡμῶν ὑπό τινα τελεῖ δαίμονα ὃς πάσης ἡμῶν τῆς ζωῆς ἐπάρχει belongs.., Herm. in Phdr.p.93 A.4 from the last sense perh. may be expld. the phrase, κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι to compare with his father, Hdt.3.34 ( τελέσαι om. cod. E, secl. Hude).III initiate in the mysteries, τινα Pl.Euthd. 277d; ; τυμπανίζειν καὶ τ. Plu.2.60a;τ. τῷ Διονύσῳ Milet.6.23
:—[voice] Pass., to have oneself initiated, Ar.Nu. 258;τετελεσμένος Pl.Phd. 69c
, Berl.Sitzb.1927.169 ([place name] Cyrene), etc.;ἐτέλεις, ἐγὼ δ' ἐτελούμην D.18.265
; Διονύσῳ τελεσθῆναι to be consecrated to Dionysus, initiated in his mysteries, Hdt.4.79; , cf. X.Smp.1.10: c. acc.,Βακχεῖ' ἐτελέσθη Ar.Ra. 357
(anap.);τελέους τελετὰς τελούμενος Pl.Phdr. 249c
, cf. 250b; alsoτ. μεγάλοισι τέλεσι Id.R. 560e
.b in Magic, endow a thing with potency, consecrate it, PMag.Par.1.1744, PMag.Lond.46.242, 121.590, Sch.Ar.Pl. 884.2 metaph., τελεσθῆναι στρατηγός to be formally appointed general, D. 13.19; τετελεσμένος σωφροσύνῃ a votary of temperance, X.Oec.21.12.3 also of sacred rites, perform, , cf. IT 464 (anap.);θυσίαν τοῖς θεοῖς D.S.4.34
, cf. Plu.Thes.16;ὄργια IG14.1183
([place name] Rome), Paus.4.14.1; γάμον, γάμους, Call.Ap.14, Lyc. 1387:— [voice] Pass., Pl.Lg. 775a.4 [voice] Pass., of women, to be married, GDI3721.5,9 ([place name] Cos).
См. также в других словарях:
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek